WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in danger adj (at risk)σε κίνδυνο έκφρ
 The hiker continued up the mountain, unaware that he was in grave danger.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in danger of doing [sth] expr (at risk of)που κινδυνεύει περίφρ
  που διατρέχει κίνδυνο περίφρ
 If you walk in the middle of the road you're in danger of being hit by a car.
put [sb] in danger v expr (risk the life of)διακινδυνεύω ρ μ
  ρισκάρω ρ μ
 He's putting his own life in danger by driving so recklessly.
 Διακινδυνεύει την ίδια του τη ζωή οδηγώντας τόσο απερίσκεπτα.
put [sth] in danger v expr (risk the security of)διακινδυνεύω, ρισκάρω ρ μ
 The success of the project has been put in danger by the recent economic downturn.
 Η επιτυχία του έργου διακινδυνεύτηκε από την πρόσφατη οικονομική ύφεση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'in danger' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση in danger στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «in danger».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!