WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| improvement n | (betterment) (πρόοδος) | βελτίωση, καλυτέρευση ουσ θηλ |
| | There was a steady improvement in the pupil's results. |
| | Υπήρχε μια σταθερή βελτίωση (or: καλυτέρευση) στα αποτελέσματα των μαθητών. |
| improvement n | uncountable (perfecting) | βελτίωση ουσ θηλ |
| | (άριστο επίπεδο) | τελειοποίηση ουσ θηλ |
| | Stephen's main aim in going to France was the improvement of his French language skills. |
| | Ο βασικός λόγος που ο Στίβεν πήγε στη Γαλλία ήταν η τελειοποίηση των γλωσσικών του ικανοτήτων στα Γαλλικά. |
| improvement n | (health: recovery) (της υγείας) | βελτίωση, καλυτέρευση ουσ θηλ |
| | The doctor saw no improvement in the patient. |
| | Ο γιατρός δεν είδε καμία βελτίωση (or: καλυτέρευση) στην κατάσταση του ασθενή. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| improvement n | (rise) (επίσημο) | άνοδος ουσ θηλ |
| | | αύξηση ουσ θηλ |
| | There was a gradual improvement in stock prices. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: