WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
hunky adj | slang (man: handsome or well-built) (έμφαση στην εμφάνιση) | όμορφος, ωραίος επίθ |
| (έμφαση στη σωματοδομή) | γεροδεμένος επίθ |
| The calendar featured a different hunky man for each month. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Δεν βρέθηκαν συζητήσεις για τον όρο "hunky" στο Greek φόρουμ.hunky dory - English Only forum
hunky-dory - English Only forum
Hunky-dunky - English Only forum
- Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hunky».
Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά