howling

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhaʊlɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈhaʊlɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(houling)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: howling, howl
Ο όρος 'howling' παραπέμπει στον όρο 'howl'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'howling' is cross-referenced with 'howl'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
howling n (crying sound of a dog, etc.)σκούξιμο ουσ ουδ
  ουρλιαχτό ουσ ουδ
  υλακή ουσ θηλ
  (μόνο σκύλος)αλύχτισμα ουσ ουδ
 Mark heard howling coming from the kennel.
howling adj figurative, informal (success, etc.: total) (επιτυχία)μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικός επίθ
 The movie turned out to be a howling success.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
howl vi (dog, wolf: cry)ουρλιάζω ρ αμ
  αλυχτάω, αλυχτώ ρ αμ
 At night, Seth could always hear his dog howling at the moon.
 Το βράδυ, ο Σεθ πάντα άκουγε τον σκύλο του να αλυχτά κοιτώντας το φεγγάρι.
howl vi (person: cry out)ουρλιάζω ρ αμ
 Lily howled like it was the end of the world when she stubbed her toe.
 Η Λίλυ ούρλιαξε σα να ήρθε το τέλος του κόσμου όταν χτύπησε το δάκτυλο του ποδιού της.
howl n (cry of a dog or wolf)ουρλιαχτό ουσ ουδ
  αλύχτισμα ουσ ουδ
 The wolf's howl was heard for miles around.
 Το ουρλιαχτό του λύκου ακουγόταν για μίλια.
howling n (cry of pain, etc.)ουρλιαχτό ουσ ουδ
  κραυγή ουσ θηλ
 Peter heard Gary's howling from the other side of the house.
 Ο Πήτερ άκουσε το ουρλιαχτό του Γκάρυ από την άλλη μεριά του σπιτιού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
howling n figurative (sound of wind) (μεταφορικά)ουρλιαχτό ουσ ουδ
 At the top of the mountain the howling of the wind was very loud.
howl n slang, figurative ([sth] or [sb] hilarious) (καθομιλουμένη)που έχει πολύ γέλιο, που έχει πολλή πλάκα περίφρ
  ξεκαρδιστικός επίθ
 That joke's a howl, you have to tell it to Jenna.
howl vi figurative ([sb]: complain) (ανεπίσημο)κλαίγομαι ρ αμ
  γκρινιάζω, παραπονιέμαι ρ αμ
 Every time he doesn't get what he wants, Jimmy goes off to howl to his mom.
howl vi (laugh)ξεκαρδίζομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)σκάω στα γέλια, κλαίω από τα γέλια έκφρ
 The new comedian made the audience howl.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
howling | howl
ΑγγλικάΕλληνικά
howling wind n (loud, strong wind)δυνατός άνεμος,τρελοαέρας έκφρ
 Driving rain and a howling wind turned their trek across the moor into a dangerous nightmare.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση howling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «howling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!