| Κύριες μεταφράσεις |
| her adj | (she: possessive form) (κτητική) | δικός της περίφρ |
| | (κτητική) | της αντων |
| Σχόλιο: Χρησιμοποιείται η αντωνυμία σε αρσενικό, θηλυκό, ή ουδέτερο γένος, σύμφωνα με το γραμματικό γένος του πράγματος, ή σπάνια ανθρώπου, που ανήκει σε κάποιον ή κάτι. |
| | Leah looks nice today; I like her new hat. |
| | This is her book, not mine. |
| | Αυτό είναι το βιβλίο είναι δικό της, όχι δικό μου. |
| | Η Λία είναι όμορφη σήμερα, μου αρέσει το καινούριο της καπέλο. Αυτό είναι το βιβλίο της, όχι το δικό μου. |
| her pron | (she: direct object) (αιτιατική) | την αντων |
| | (για έμφαση) | αυτήν, εκείνη αντων |
| | Have you seen her today? |
| | Την έχεις δει; |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δώσε το στυλό σε αυτήν, όχι σε μένα. |
| her pron | (she: indirect object) | της αντων |
| | | σε αυτήν περίφρ |
| | You should give her something nice for Christmas. |
| | Χάρισέ της κάτι ωραίο για τα Χριστούγεννα. |
| her pron | (she: after a preposition) | αυτή, εκείνη αντων |
| | I've never met Lorena, but I've heard all about her from my brother. |
| | Δεν έχω γνωρίσει τη Λορένα, αλλά έχουν ακούσει τα πάντα για εκείνη από τον αδερφό μου. |
| hers pron | (belonging to her) (κτητικό) | δικός της περίφρ |
| | (καθομιλουμένη, γενική) | αυτηνής αντων |
| Σχόλιο: δικός της: Χρησιμοποιείται η αντωνυμία σε αρσενικό, θηλυκό, ή ουδέτερο γένος, σύμφωνα με το γραμματικό γένος του πράγματος, ή σπάνια ανθρώπου, που ανήκει σε κάποιον ή κάτι. |
| | Is that book hers or mine? |
| | My dress is OK, but hers is nicer. |
| | 'Are those shoes hers or yours?' 'Hers are the ones with little hearts painted on them.' |
| | Εκείνο το βιβλίο είναι δικό της ή δικό μου; // Το φόρεμά μου δεν είναι άσχημο, αλλά το δικό της είναι καλύτερο. // Αυτά τα παπούτσια είναι δικά της ή δικά σου; «Τα δικά της είναι εκείνα με τις καρδούλες.» |
| | Εκείνο το βιβλίο είναι αυτηνής ή δικό μου; |
| hers pron | (plural: belonging to her) | δικοί της περίφρ |
| | (καθομιλουμένη, γενική) | αυτηνής αντων |
| Σχόλιο: Βλ. παραπάνω |
| | Are those shoes hers or yours? Hers are the ones with little hearts painted on them. |
| | Αυτά τα παπούτσια είναι δικά της ή δικά σου; Τα δικά της είναι αυτά με τις ζωγραφιστές καρδούλες. |
Σύνθετοι τύποι:
|
against his will, against her will adv | (in opposition to wishes) | αντίθετα προς τη θέληση του επίρ |
| | Abby was taken to the cabin in the woods against her will. |
drive [sb] out of his mind, drive [sb] out of her mind v expr | figurative, informal (annoy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού έκφρ |
| | The baby's constant crying drove James out of his mind. |
drive [sb] out of his mind, drive [sb] out of her mind v expr | figurative, informal (arouse sexually) (μεταφορικά) | τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω ρ μ |
| | | εξιτάρω ρ μ |
| | Watching you sunbathe used to drive me out of my mind. |
each to their own, each to his own, each to her own expr | (everyone has their own preferences) | ο καθένας με τα γούστα του έκφρ |
| | | ό,τι αρέσει στον καθένα έκφρ |
| Get a load of this/that/him/her! interj | slang (look at that) | Δες το/τον/την! έκφρ |
| | (αργκό) | Ρίξε ένα βλέφαρο σε αυτό/αυτόν/αυτήν! έκφρ |
give [sb] a taste of his/her/their own medicine, give [sb] a dose of his/her/their own medicine v expr | figurative (punish [sb] using their own methods) | πληρώνω κπ με το ίδιο νόμισμα έκφρ |
give [sb] his walking papers, give [sb] her walking papers v expr | US, slang (termination of employment) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | δίνω πόδι σε κπ εκφρ |
| | (αργκό, μεταφορικά) | σουτάρω ρ μ |
| | | απολύω ρ μ |
| | After Smith's plan went badly wrong his boss gave him his walking papers. |
| grace n | usually capitalized (title) | εξοχότητα ουσ θηλ |
| | (καθαρεύουσα, παλαιό) | εξοχότης ουσ θηλ |
| | His Grace appeared at the king's court last week. |
| | Η Εξοχότητά του εμφανίστηκε στην αυλή του βασιλιά την περασμένη εβδομάδα. |
| Her Ladyship n | (term of address for a Lady) | κυρία μου εκφρ |
| Her Majesty n | (the Queen) | Αυτής Μεγαλειότης φρ ως ουσ θηλ κύρ |
| | Queen Elizabeth II is known as Her Majesty Queen Elizabeth. |
| HM n | initialism (Her Majesty) | Η Αυτού Μεγαλειότης περίφρ |
| HMSO n | initialism (Her Majesty's Stationery Office) | βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων φρ ως ουσ θηλ |
| | | Υπηρεσία Εκδόσεων της Αυτού Μεγαλειότητας φρ ως ουσ θηλ |
keep [sb] on their toes, keep [sb] on his toes, keep [sb] on her toes v expr | (make [sb] concentrate) | κρατάω κπ συγκεντρωμένο ρ μ + μτχ πρκ |
| | (καθομιλουμένη) | κρατάω κπ στην τσίτα έκφρ |
| | The teacher kept the students on their toes by giving them a surprise test. |
your ladyship, her ladyship n | sometimes capitalized (term of address for a Lady) | δεσποσύνη ουσ θηλ |
| | | Μιλαίδη ουσ θηλ |
| | | Λαίδη ουσ θηλ |
| | Would your ladyship like another cup of tea? |
| leave [sb] to his/her/their own devices v expr | (not supervise [sb]) | αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη έκφρ |
| | | αφήνω κπ να κάνει ότι θέλει έκφρ |
| | (να κάνει κτ αρνητικό) | αφήνω κπ ανεξέλεγκτο έκφρ |
| | (δεν φροντίζω) | αφήνω κπ στη μοίρα του έκφρ |
| left to your/his/her/their own devices adj | (unsupervised, left alone) (αρνητικό) | που αφήνεται στη μοίρα του/της περίφρ |
| | (θετικό ή αδιάφορο) | που τον αφήνουν να κάνει ότι θέλει περίφρ |
let off the leash, let [sb] off the leash, let [sb] off his/her leash v expr | figurative (release [sb] from restraint, control) | αφήνω κπ ελεύθερο έκφρ |
| | | δίνω σε κπ ελευθερία κινήσεων έκφρ |
| | When they saw that he could handle the job, they let him off his leash and he quickly moved up to a higher position. |
| | Όταν είδαν ότι μπορεί να φέρει σε πέρας τη δουλειά, τον άφησαν ελεύθερο και σύντομα ανελίχθηκε σε ανώτερη θέση. |
make [sb] lose his concentration, make [sb] lose her concentration v expr | (distract [sb]) (μεταφορικά) | αποσυντονίζω ρ μ |
| | | κάνω κπ να χάσει τη συγκέντρωσή του/της περίφρ |
| | | αποσπώ την προσοχή περίφρ |
| | The loud music made me lose my concentration. |
would make [sb] turn over in his/her/their grave, would make [sb] turn in his/her/their grave v expr | figurative (would offend: dead person) (μεταφορικά) | κάνω να τρίζουν τα κόκαλα κπ έκφρ |
OHMS, O.H.M.S. expr | written, initialism (On His/Her Majesty's Service) | στην υπηρεσία του Μεγαλειότατου, στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης έκφρ |
On Her Majesty's Service, On His Majesty's Service expr | UK, Can, AU, written (franking on government correspondence) | στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος περίφρ |
on her own, all on her own adv | (without company) | μόνη της φρ ως επίρ |
| | (εμφατικός τύπος) | ολομόναχη επίρ |
| | Sarah often eats out at restaurants on her own. |
on her own, all on her own adv | (without help) | μόνη της φρ ως επίρ |
| | (εμφατικός τύπος) | ολομόναχη επίρ |
| keep [sb] on his/her toes v expr | figurative, informal (keep [sb] alert, ready) | κρατάω κπ σε εγρήγορση έκφρ |
| put [sb] in his/her place v expr | figurative (humble) | βάζω κπ στη θέση του έκφρ |
| | Eleanor's sharp rebuke put Daniel in his place. |
| put [sb] on his/her guard v expr | (make wary) | θέτω κπ σε επιφυλακή έκφρ |
| | | κάνω κπ επιφυλακτικό περίφρ |
| | The way she looks at me puts me on my guard. |
| put [sb/sth] out of his/her/its misery v expr | (kill [sb/sth]) | κάνω ευθανασία σε κπ/κτ περίφρ |
| | The dog was so ill that the vet said it would be kinder to put him out of his misery. |
| put [sb] out of his/her misery v expr | figurative (finally give an answer, etc.) | σταματάω να παιδεύω κπ περίφρ |
| | The judges finally put the contestants out of their misery by announcing the winner. |
| put yourself in [sb]'s shoes v expr | figurative (try to empathize) | έρχομαι στη θέση κπ έκφρ |
| | | βάζω τον εαυτό μου στη θέση κπ έκφρ |
relieve of their job, relieve [sb] of his job, relieve [sb] of her job v expr | (dismiss or fire [sb]) | απολύω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | διώχνω, σχολάω ρ μ |
| | (επίσημο) | απαλλάσσω κπ των καθηκόντων του έκφρ |
| stop [sb] in his/her tracks v expr | figurative (halt [sb]) | σταματάω, σταματώ ρ μ |
sweep [sb] off their feet, sweep [sb] off his feet, sweep [sb] off her feet v expr | (cause to fall in love) | ξετρελαίνω ρ μ |
| | | κάνω κπ να ερωτευτεί έκφρ |
| | (μεταφορικά) | μαγεύω ρ μ |
take [sb] at his word, take [sb] at her word v expr | (believe [sb] is speaking honestly) | πιστεύω ρ μ |
to each his own, to each her own, to each their own expr | (everyone has different preferences) | περί ορέξεως... έκφρ |
| | (καθομιλουμένη) | περί ορέξεως κολοκυθόπιτα έκφρ |
| | Greg likes anchovies and pineapple on his pizza? Well, to each their own. |
what's-her-name, whatshername n | informal (female with forgotten name) (καθομιλουμένη) | η πώς τη λένε; έκφρ |
| | | η τέτοια έκφρ |
| | | η πες την έκφρ |