her

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations strong: /ˈhɜːr/, elided: /ər/, weak: /hər/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/hɝ; unstressed hɚ, ɚ/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(hûr; unstressed hər, ər)


  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
her adj (she: possessive form) (κτητική)δικός της περίφρ
  (κτητική)της αντων
Σχόλιο: Χρησιμοποιείται η αντωνυμία σε αρσενικό, θηλυκό, ή ουδέτερο γένος, σύμφωνα με το γραμματικό γένος του πράγματος, ή σπάνια ανθρώπου, που ανήκει σε κάποιον ή κάτι.
 Leah looks nice today; I like her new hat.
 This is her book, not mine.
 Αυτό είναι το βιβλίο είναι δικό της, όχι δικό μου.
 Η Λία είναι όμορφη σήμερα, μου αρέσει το καινούριο της καπέλο. Αυτό είναι το βιβλίο της, όχι το δικό μου.
her pron (she: direct object) (αιτιατική)την αντων
  (για έμφαση)αυτήν, εκείνη αντων
 Have you seen her today?
 Την έχεις δει;
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δώσε το στυλό σε αυτήν, όχι σε μένα.
her pron (she: indirect object)της αντων
  σε αυτήν περίφρ
 You should give her something nice for Christmas.
 Χάρισέ της κάτι ωραίο για τα Χριστούγεννα.
her pron (she: after a preposition)αυτή, εκείνη αντων
 I've never met Lorena, but I've heard all about her from my brother.
 Δεν έχω γνωρίσει τη Λορένα, αλλά έχουν ακούσει τα πάντα για εκείνη από τον αδερφό μου.
hers pron (belonging to her) (κτητικό)δικός της περίφρ
  (καθομιλουμένη, γενική)αυτηνής αντων
Σχόλιο: δικός της: Χρησιμοποιείται η αντωνυμία σε αρσενικό, θηλυκό, ή ουδέτερο γένος, σύμφωνα με το γραμματικό γένος του πράγματος, ή σπάνια ανθρώπου, που ανήκει σε κάποιον ή κάτι.
 Is that book hers or mine?
 My dress is OK, but hers is nicer.
 'Are those shoes hers or yours?' 'Hers are the ones with little hearts painted on them.'
 Εκείνο το βιβλίο είναι δικό της ή δικό μου; // Το φόρεμά μου δεν είναι άσχημο, αλλά το δικό της είναι καλύτερο. // Αυτά τα παπούτσια είναι δικά της ή δικά σου; «Τα δικά της είναι εκείνα με τις καρδούλες.»
 Εκείνο το βιβλίο είναι αυτηνής ή δικό μου;
hers pron (plural: belonging to her)δικοί της περίφρ
  (καθομιλουμένη, γενική)αυτηνής αντων
Σχόλιο: Βλ. παραπάνω
 Are those shoes hers or yours? Hers are the ones with little hearts painted on them.
 Αυτά τα παπούτσια είναι δικά της ή δικά σου; Τα δικά της είναι αυτά με τις ζωγραφιστές καρδούλες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
against his will,
against her will
adv
(in opposition to wishes)αντίθετα προς τη θέληση του επίρ
 Abby was taken to the cabin in the woods against her will.
drive [sb] out of his mind,
drive [sb] out of her mind
v expr
figurative, informal (annoy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού έκφρ
 The baby's constant crying drove James out of his mind.
drive [sb] out of his mind,
drive [sb] out of her mind
v expr
figurative, informal (arouse sexually) (μεταφορικά)τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω ρ μ
  εξιτάρω ρ μ
 Watching you sunbathe used to drive me out of my mind.
each to their own,
each to his own,
each to her own
expr
(everyone has their own preferences)ο καθένας με τα γούστα του έκφρ
  ό,τι αρέσει στον καθένα έκφρ
Get a load of this/that/him/her! interj slang (look at that)Δες το/τον/την! έκφρ
  (αργκό)Ρίξε ένα βλέφαρο σε αυτό/αυτόν/αυτήν! έκφρ
give [sb] a taste of his/her/their own medicine,
give [sb] a dose of his/her/their own medicine
v expr
figurative (punish [sb] using their own methods)πληρώνω κπ με το ίδιο νόμισμα έκφρ
give [sb] his walking papers,
give [sb] her walking papers
v expr
US, slang (termination of employment) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)δίνω πόδι σε κπ εκφρ
  (αργκό, μεταφορικά)σουτάρω ρ μ
  απολύω ρ μ
 After Smith's plan went badly wrong his boss gave him his walking papers.
grace n usually capitalized (title)εξοχότητα ουσ θηλ
  (καθαρεύουσα, παλαιό)εξοχότης ουσ θηλ
 His Grace appeared at the king's court last week.
 Η Εξοχότητά του εμφανίστηκε στην αυλή του βασιλιά την περασμένη εβδομάδα.
Her Ladyship n (term of address for a Lady)κυρία μου εκφρ
Her Majesty n (the Queen)Αυτής Μεγαλειότης φρ ως ουσ θηλ κύρ
 Queen Elizabeth II is known as Her Majesty Queen Elizabeth.
HM n initialism (Her Majesty)Η Αυτού Μεγαλειότης περίφρ
HMSO n initialism (Her Majesty's Stationery Office)βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων φρ ως ουσ θηλ
  Υπηρεσία Εκδόσεων της Αυτού Μεγαλειότητας φρ ως ουσ θηλ
keep [sb] on their toes,
keep [sb] on his toes,
keep [sb] on her toes
v expr
(make [sb] concentrate)κρατάω κπ συγκεντρωμένο ρ μ + μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)κρατάω κπ στην τσίτα έκφρ
 The teacher kept the students on their toes by giving them a surprise test.
your ladyship,
her ladyship
n
sometimes capitalized (term of address for a Lady)δεσποσύνη ουσ θηλ
  Μιλαίδη ουσ θηλ
  Λαίδη ουσ θηλ
 Would your ladyship like another cup of tea?
leave [sb] to his/her/their own devices v expr (not supervise [sb])αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη έκφρ
  αφήνω κπ να κάνει ότι θέλει έκφρ
  (να κάνει κτ αρνητικό)αφήνω κπ ανεξέλεγκτο έκφρ
  (δεν φροντίζω)αφήνω κπ στη μοίρα του έκφρ
left to your/his/her/their own devices adj (unsupervised, left alone) (αρνητικό)που αφήνεται στη μοίρα του/της περίφρ
  (θετικό ή αδιάφορο)που τον αφήνουν να κάνει ότι θέλει περίφρ
let off the leash,
let [sb] off the leash,
let [sb] off his/her leash
v expr
figurative (release [sb] from restraint, control)αφήνω κπ ελεύθερο έκφρ
  δίνω σε κπ ελευθερία κινήσεων έκφρ
 When they saw that he could handle the job, they let him off his leash and he quickly moved up to a higher position.
 Όταν είδαν ότι μπορεί να φέρει σε πέρας τη δουλειά, τον άφησαν ελεύθερο και σύντομα ανελίχθηκε σε ανώτερη θέση.
make [sb] lose his concentration,
make [sb] lose her concentration
v expr
(distract [sb](μεταφορικά)αποσυντονίζω ρ μ
  κάνω κπ να χάσει τη συγκέντρωσή του/της περίφρ
  αποσπώ την προσοχή περίφρ
 The loud music made me lose my concentration.
would make [sb] turn over in his/her/their grave,
would make [sb] turn in his/her/their grave
v expr
figurative (would offend: dead person) (μεταφορικά)κάνω να τρίζουν τα κόκαλα κπ έκφρ
OHMS,
O.H.M.S.
expr
written, initialism (On His/Her Majesty's Service)στην υπηρεσία του Μεγαλειότατου, στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης έκφρ
On Her Majesty's Service,
On His Majesty's Service
expr
UK, Can, AU, written (franking on government correspondence)στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος περίφρ
on her own,
all on her own
adv
(without company)μόνη της φρ ως επίρ
  (εμφατικός τύπος)ολομόναχη επίρ
 Sarah often eats out at restaurants on her own.
on her own,
all on her own
adv
(without help)μόνη της φρ ως επίρ
  (εμφατικός τύπος)ολομόναχη επίρ
keep [sb] on his/her toes v expr figurative, informal (keep [sb] alert, ready)κρατάω κπ σε εγρήγορση έκφρ
put [sb] in his/her place v expr figurative (humble)βάζω κπ στη θέση του έκφρ
 Eleanor's sharp rebuke put Daniel in his place.
put [sb] on his/her guard v expr (make wary)θέτω κπ σε επιφυλακή έκφρ
  κάνω κπ επιφυλακτικό περίφρ
 The way she looks at me puts me on my guard.
put [sb/sth] out of his/her/its misery v expr (kill [sb/sth])κάνω ευθανασία σε κπ/κτ περίφρ
 The dog was so ill that the vet said it would be kinder to put him out of his misery.
put [sb] out of his/her misery v expr figurative (finally give an answer, etc.)σταματάω να παιδεύω κπ περίφρ
 The judges finally put the contestants out of their misery by announcing the winner.
put yourself in [sb]'s shoes v expr figurative (try to empathize)έρχομαι στη θέση κπ έκφρ
  βάζω τον εαυτό μου στη θέση κπ έκφρ
relieve of their job,
relieve [sb] of his job,
relieve [sb] of her job
v expr
(dismiss or fire [sb])απολύω ρ μ
  (καθομιλουμένη)διώχνω, σχολάω ρ μ
  (επίσημο)απαλλάσσω κπ των καθηκόντων του έκφρ
stop [sb] in his/her tracks v expr figurative (halt [sb])σταματάω, σταματώ ρ μ
sweep [sb] off their feet,
sweep [sb] off his feet,
sweep [sb] off her feet
v expr
(cause to fall in love)ξετρελαίνω ρ μ
  κάνω κπ να ερωτευτεί έκφρ
  (μεταφορικά)μαγεύω ρ μ
take [sb] at his word,
take [sb] at her word
v expr
(believe [sb] is speaking honestly)πιστεύω ρ μ
to each his own,
to each her own,
to each their own
expr
(everyone has different preferences)περί ορέξεως... έκφρ
  (καθομιλουμένη)περί ορέξεως κολοκυθόπιτα έκφρ
 Greg likes anchovies and pineapple on his pizza? Well, to each their own.
what's-her-name,
whatshername
n
informal (female with forgotten name) (καθομιλουμένη)η πώς τη λένε; έκφρ
  η τέτοια έκφρ
  η πες την έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'her' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: does this belong to her?, her [sister, husband, children, car, job, house, dress, shoes], is this hers?, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση her στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «her».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!