• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: hardline, hard-line

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hardline,
hard-line
n as adj
(staunch, uncompromising)σκληροπυρηνικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hard line n (staunch position)σκληροπυρηνική στάση επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
take a hard line,
take the hard line
v expr
(be staunch, uncompromising)είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός ρ έκφρ
  κρατώ αυστηρή στάση, κρατώ σκληρή στάση περίφρ
take a hard line on [sth],
take the hard line on [sth]
v expr
(be staunch about [sth](με κάτι, σε κάτι)είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός ρ έκφρ
  (σε κάτι)κρατώ αυστηρή στάση, κρατώ σκληρή στάση περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hardline στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hardline».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!