WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
get going v expr informal (leave now)φεύγω ρ αμ
  (αργκό)την κάνω έκφρ
 If we don't get going soon, we'll be late.
 Αν δεν φύγουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε.
 Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε.
get going v expr informal (start) (κτ ή να κάνω κτ)ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)βάζω μπρος έκφρ
 The campaign got going in 1983.
 Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983.
get going on [sth],
get going with [sth]
v expr
informal (start [sth])ξεκινάω, ξεκινώ ρ αμ
 The chef got going with peeling the vegetables.
 Ο σεφ ξεκίνησε το καθάρισμα των λαχανικών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'get going' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση get going στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «get going».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!