frog

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'frog', 'Frog': /frɒɡ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/frɑg, frɔg/ ,USA pronunciation: respelling(frog, frôg)

Inflections of 'frog' (v): (⇒ conjugate)
frogs
v 3rd person singular
frogging
v pres p
frogged
v past
frogged
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
frog n (amphibious animal)βάτραχος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)βατράχι ουσ ουδ
 I used to go down to the creek and play with frogs.
 Κατέβαινα στο ποταμάκι κι έπαιζα με τους βατράχους.
 Κατέβαινα στο ποταμάκι κι έπαιζα με τα βατράχια.
Frog,
Froggy
n
potentially offensive, informal (French person) (αργκό, πιθανά προσβλητικό)βατραχοφάγος ουσ αρσ
  (μειωτικό)χαζογάλλος, χαζογαλλίδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (χωρίς κάτι αρνητικό)Γάλλος, Γαλλίδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 We were in Paris for the week and met this funny Frog who kept telling jokes.
 Ήμασταν στο Παρίσι εκείνη την εβδομάδα και γνωρίσαμε ένα αστείο Γάλλο που έλεγε συνέχεια ανέκδοτα.
frog n (violin, etc.: part of a bow)ταλόν ουσ ουδ άκλ
 A mechanism inside the frog enables the violinist to loosen and tighten the hair.
 Ένας μηχανισμός μέσα στο ταλόν επιτρέπει στον βιολιστή να χαλαρώνει και να σφίγγει τη χορδή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
frog n (clothing fastener)κούμπωμα τύπου frog φρ ως ουσ ουδ
 The dress fastens at the front with frogs.
frog,
go frogging
vi
(hunt frogs)κυνηγώ βατράχους, κυνηγώ βατράχια έκφρ
 The little boys loved to go frogging down by the creek.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
frog legs (US),
frogs' legs (UK)
npl
(thigh meat of frog)βατραχοπόδαρα ουσ ουδ πλ
 In France frogs' legs are considered a delicacy, but not in England.
frogmarch [sb],
frog-march [sb]
vtr
(force to walk or march)μεταφέρω με τη βία ρ εκφρ
  (καθομ)τσουβαλιάζω ρ μ
have a frog in your throat v expr figurative, informal (be hoarse)είμαι βραχνιασμένος ρ έκφρ
 What's wrong? Have you got a frog in your throat?
horned lizard,
horned frog,
horny frog
n
(animal: reptile)φρυνόσωμα ουσ ουδ
poison dart frog n (brightly-coloured amphibian)δενδροβάτης ουσ αρσ
  δηλητηριώδης βάτραχος επίθ + ουσ αρσ
purple frog n (amphibian native to India)μωβ βάτραχος φρ ως ουσ αρσ
  (ανεπίσημο)βάτραχος «λουκουμάς» φρ ως ουσ ουδ
tree frog (animal)βάτραχος των δέντρων φρ ως ουσ αρσ
  δεντροβάτραχος ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'frog' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: went frogging with his [dad, friends], a [tropical, poisonous, tree] frog, [eat] frog legs, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση frog στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «frog».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!