WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| frog n | (amphibious animal) | βάτραχος ουσ αρσ |
| | (καθομιλουμένη) | βατράχι ουσ ουδ |
| | I used to go down to the creek and play with frogs. |
| | Κατέβαινα στο ποταμάκι κι έπαιζα με τους βατράχους. |
| | Κατέβαινα στο ποταμάκι κι έπαιζα με τα βατράχια. |
Frog, Froggy n | potentially offensive, informal (French person) (αργκό, πιθανά προσβλητικό) | βατραχοφάγος ουσ αρσ |
| | (μειωτικό) | χαζογάλλος, χαζογαλλίδα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (χωρίς κάτι αρνητικό) | Γάλλος, Γαλλίδα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | We were in Paris for the week and met this funny Frog who kept telling jokes. |
| | Ήμασταν στο Παρίσι εκείνη την εβδομάδα και γνωρίσαμε ένα αστείο Γάλλο που έλεγε συνέχεια ανέκδοτα. |
| frog n | (violin, etc.: part of a bow) | ταλόν ουσ ουδ άκλ |
| | A mechanism inside the frog enables the violinist to loosen and tighten the hair. |
| | Ένας μηχανισμός μέσα στο ταλόν επιτρέπει στον βιολιστή να χαλαρώνει και να σφίγγει τη χορδή. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| frog n | (clothing fastener) | κούμπωμα τύπου frog φρ ως ουσ ουδ |
| | The dress fastens at the front with frogs. |
frog, go frogging vi | (hunt frogs) | κυνηγώ βατράχους, κυνηγώ βατράχια έκφρ |
| | The little boys loved to go frogging down by the creek. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: