• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
foulness n (state of smelling nasty)βρόμα ουσ θηλ
  δυσωδία ουσ θηλ
foulness n (wickedness)κακία ουσ θηλ
foulness n (filth, foul matter)βρόμα ουσ θηλ
foulness n (weather: state of being unpleasant)μουντάδα ουσ θηλ
  το ότι είναι κακός περίφρ
foulness n (mood: unpleasantness)δυσθυμία ουσ θηλ
foulness n (experience: unpleasantness) (εμπειρία)το ότι ήταν δυσάρεστη περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση foulness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «foulness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!