fob

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'FOB': /ˌɛfəʊˈbiː/; 'fob': /ˈfɒb/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/fɑb/ ,USA pronunciation: respelling(fob)

  • WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: fob, FOB, key fob

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fob n (pocket-watch chain)αλυσίδα ουσ θηλ
  (κατά λέξη)αλυσίδα ρολογιού τσέπης φρ ως ουσ θηλ
 The man clipped the fob to his vest.
fob n (watch pocket)ρολόι τσέπης φρ ως ουσ ουδ
 The gentleman pulled a watch from his fob.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
FOB,
F.O.B.
n
US, initialism (shipping: free on board) (διακίνηση αγαθών)ελεύθερο επί του πλοίου φρ ως επίθ
 FOB is a term used in shipping.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
key fob,
fob
n
(key ring)μπρελόκ ουσ ουδ άκλ
key fob,
fob
n
(remote locking device)ασύρματη συσκευή κλειδώματος φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
fob | FOB | key fob
ΑγγλικάΕλληνικά
fob [sb] off vtr phrasal sep informal (give [sb] [sth] inferior, unsatisfactory)τη φέρνω σε κπ έκφρ
  ξεγελώ ρ μ
  (μεταφορικά)δουλεύω ρ μ
 The sales rep offered me a partial refund, but I could tell she was just trying to fob me off.
 Ο πωλητής προσπάθησε μου πρόσφερε μερική επιστροφή χρημάτων αλλά ήταν εμφανές πως προσπαθούσε να μου τη φέρει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fob | FOB | key fob
ΑγγλικάΕλληνικά
fob [sb] off with [sth] v expr informal (give [sb] [sth] inferior, unsatisfactory)τη φέρνω σε κπ έκφρ
 Frank is always trying to fob me off with excuses.
 Ο Φρανκ προσπαθεί πάντα να μου τη φέρει με τις δικαιολογίες του.
fob [sth] off on [sb] v expr informal (give [sb] [sth] inferior, unsatisfactory)φορτώνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  φορτώνω κπ με κτ ρ μ + πρόθ
 Martin tried to fob off his old laptop on me.
 Ο Μάρτιν προσπάθησε να μου φορτώσει τον παλιό του υπολογιστή.
fob pocket n (pants, trousers: small front pocket) (5τσεπο παντελόνι)τσεπούλα ουσ θηλ
  μικρό τσεπάκι επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fob' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fob στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fob».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!