• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
finisher n ([sb] who completes process)αυτός που ολοκληρώνει κάτι, αυτός που τελειώνει κάτι περίφρ
  (παλαιό)τελειωτής ουσ αρσ
finisher n (sports: scores winning point)finisher ουσ αρσ άκλ
  ο αθλητής που σκοράρει νικηφόρους πόντους σε αγώνα
finisher n ([sb], [sth] that wins competition) (χτύπημα)τελικός, τελειωτικός επίθ
finisher n (baseball: pitcher who pitches last innings) (μπέϊζμπολ)ρίπτης τελευταίας βολής πριν τη νίκη περιφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'finisher' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση finisher στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «finisher».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!