WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| figurehead n | (ship: carved figure) (ναυτικό) | ακρόπρωρο, ακρόπλωρο ουσ ουδ |
| | A figurehead of a mermaid with long hair adorned the ship. |
| figurehead n | figurative (leader without power) | που έχει διακοσμητικό ρόλο περίφρ |
| | (μεταφορικά) | μαριονέτα ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | αχυράνθρωπος ουσ αρσ |
| | (μεταφορικά) | ανδρείκελο περίφρ |
| | The queen is only a figurehead; she holds no real power. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| figurehead n | figurative (representative) (μεταφορικά: εκπρόσωπος) | πρόσωπο ουσ ουδ |
| | (έμφαση στην έλλειψη εξουσίας) | ηγέτης με διακοσμητικό ρόλο περίφρ |
| | | εικονικός ηγέτης, εικονική ηγέτιδα επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| | Anthony is a figurehead for the company; he's not the president. |