fickle

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfɪkəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈfɪkəl/ ,USA pronunciation: respelling(fikəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fickle adj (person)άστατος επίθ
 Ryan was a fickle person; he pursued a new and different passion every day.
 Ο Ράυαν ήταν άστατος. Κυνηγούσε ένα νέο και διαφορετικό πάθος κάθε μέρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fickle adj (thing)ευμετάβλητος επίθ
  ευμετάβολος, ασταθής επίθ
  (π.χ. καιρός)άστατος επίθ
 Political support is fickle and can vanish at a moment's notice.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fickle' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is a fickle [customer, person, lover, husband, wife, child, friend], has a fickle [nature, personality], has fickle [tastes, whims, wishes], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fickle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fickle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!