WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| feedback n | (loudspeaker noise) | μικροφωνισμός ουσ αρσ |
| | The loud feedback when the microphone got too close to the speaker hurt everybody's ears. |
| | Τα αυτιά όλων πονούσαν από τον μικροφωνισμό όταν το μικρόφωνο πλησίαζε πολύ κοντά στο ηχείο. |
| feedback n | (science: modification by results) | ανάδραση ουσ θηλ |
| | | ανατροφοδότηση ουσ θηλ |
| | The feedback generated during the experiment resulted in a return to equilibrium. |
| | Η ανάδραση που παρήχθη κατά τη διάρκεια του πειράματος είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή στην ισορροπία. |
| feedback n | (opinion, criticism) (άποψη για κάτι) | γνώμη ουσ θηλ |
| | | σχόλια ουσ ουδ πλ |
| | (προτάσεις βελτίωσης) | εποικοδομητική κριτική φρ ως ουσ θηλ |
| | (μτφ: αποδοχή από το κοινό) | αντίδραση ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Στην καθομιλουμένη συχνά χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος. |
| | The website encourages its visitors to give feedback about what they like and don't like about it. |
| | Ο ιστότοπος προτρέπει τους επισκέπτες του να εκφράσουν τη γνώμη τους (or: τα σχόλιά τους) για το τι τους αρέσει και τι όχι. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| feed back to [sb] vi phrasal + prep | (report back to) | δίνω αναφορά σε κπ περίφρ |
| Σχόλιο: The single-word form is used when the term is a noun |
| | Jamie always feeds back to his line manager in a timely manner. |
| | Ο Τζέιμι πάντα δίνει, εγκαίρως, αναφορά στον ιεραρχικά ανώτερό του. |
| feed [sth] back to [sb] v expr | (relay [sth] back to) | δίνω αναφορά περίφρ |
| | (επίσημο) | κάνω ανατροφοδότηση περίφρ |
| | Karen appreciates her staff feeding back intormation to her on a regular basis. |
feed back into [sth], feed back to [sth] vi phrasal + prep | (affect in turn) | επηρεάζω ρ μ |
| | | έχω αντίκτυπο σε κτ περίφρ |
| | | επηρεάζω με τη σειρά μου περίφρ |
| | The results of the student survey feed back into future teaching practices. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: