WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fast-growing,
fast growing
adj
(rapidly getting physically bigger)που μεγαλώνει γρήγορα περίφρ
  που αναπτύσσεται γρήγορα περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
fast-growing,
fast growing
adj
(rapidly increasing)ραγδαία αυξανόμενος επίρ + μτχ πρκ
  που αυξάνεται απότομο περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fast-growing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fast-growing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fast-growing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!