• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fall in love v expr (couple: become infatuated)ερωτεύομαι ρ αμ
  (κάποιον)ερωτεύομαι ρ μ
  (αργκό)καψουρεύομαι ρ αμ
  (αργκό: κάποιον)καψουρεύομαι ρ μ
 The couple fell in love when they were in college.
 Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.
fall in love v expr (become infatuated: with [sb])ερωτεύομαι ρ αμ
 Gina falls in love every five minutes!
fall in love with [sb] v expr (become infatuated with [sb])ερωτεύομαι ρ μ
 I think I fell in love with him the very first time we met.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
fall in love at first sight v expr (become infatuated with a stranger)ερωτεύομαι κεραυνοβόλα ρ αμ + επίρ
 As soon as I saw him across the dancefloor, I fell in love at first sight.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fall in love' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fall in love στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fall in love».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!