• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
face-to-face adj (direct, in person)πρόσωπο με πρόσωπο φρ ως επίθ
  από κοντά φρ ως επίρ
  κατ' ιδίαν φρ ως επίθ
  (επίσημο)δια ζώσης φρ ως επίρ
 Our first face-to-face encounter was way back in 1982.
 This school provides both online and face-to-face tutoring.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
face to face with [sb/sth],
face-to-face with [sb/sth]
expr
(confronted with, meeting)πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ έκφρ
  (επίσημο)ενώπιος ενωπίω με κπ/κτ έκφρ
 Walking in the woods, the man was shocked to find himself face-to-face with a bear.
face-to-face meeting n (in-person discussion)συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο ουσ θηλ
 When discussing matters like these, it's usually better to have a face-to-face meeting.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'face-to-face' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση face-to-face στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «face-to-face».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!