• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: expedited, expedite

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expedited adj (sped up, esp. through a system)ταχύς επίθ
  που έχει επισπευστεί περίφρ
expedited adj (made more efficient)βελτιστοποιημένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expedite [sth] vtr (process faster) (τις διαδικασίες)επισπεύδω ρ μ
  επιταχύνω ρ μ
  (το ζήτημα)προωθώ ρ μ
 The insurance company promised to expedite the homeowner's claim, when she explained she had nowhere else to live until her house was repaired.
 Η ασφαλιστική εταιρεία υποσχέθηκε να επισπεύσει τις διαδικασίες για την αξίωση της ιδιοκτήτριας όταν τους εξήγησε πως δεν είχε κάπου αλλού να μείνει έως ότου επισκευάζονταν το σπίτι της.
expedite [sth] vtr (send more quickly)επισπεύδω ρ μ
 The company agreed to expedite the payment.
 Η εταιρεία συμφώνησε να επισπεύσει την πληρωμή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση expedited στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «expedited».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!