WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
expedited adj | (sped up, esp. through a system) | ταχύς επίθ |
| | που έχει επισπευστεί περίφρ |
expedited adj | (made more efficient) | βελτιστοποιημένος μτχ πρκ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
expedite [sth]⇒ vtr | (process faster) (τις διαδικασίες) | επισπεύδω ρ μ |
| | επιταχύνω ρ μ |
| (το ζήτημα) | προωθώ ρ μ |
| The insurance company promised to expedite the homeowner's claim, when she explained she had nowhere else to live until her house was repaired. |
| Η ασφαλιστική εταιρεία υποσχέθηκε να επισπεύσει τις διαδικασίες για την αξίωση της ιδιοκτήτριας όταν τους εξήγησε πως δεν είχε κάπου αλλού να μείνει έως ότου επισκευάζονταν το σπίτι της. |
expedite [sth] vtr | (send more quickly) | επισπεύδω ρ μ |
| The company agreed to expedite the payment. |
| Η εταιρεία συμφώνησε να επισπεύσει την πληρωμή. |