WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
exhausting adj | (tiring) (κοπιώδης) | εξαντλητικός, κοπιαστικός, κουραστικός επίθ |
| The trial was exhausting for judge and jury alike. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
exhaust [sb]⇒ vtr | (person: tire) | εξαντλώ ρ μ |
| The exercise class exhausted Rachel. |
| Το μάθημα γυμναστικής εξάντλησε τη Ρέιτσελ. |
exhaust [sth]⇒ vtr | (resources: use up) | εξαντλώ ρ μ |
| The group had exhausted their supply of firewood and everyone was getting cold. |
| Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν. |
exhaust [sth] vtr | (come to the end of) | εξαντλώ ρ μ |
| The two men had exhausted all topics of conversation, so they sat in silence. |
| Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί. |
exhaust n | (vehicle: outlet pipe) | εξάτμιση ουσ θηλ |
| Harry's car needs a new exhaust, so he's taking it to the garage. |
| Το αυτοκίνητο του Χάρυ χρειάζεται νέα εξάτμιση, γι' αυτό το πηγαίνει στο συνεργείο. |
exhaust, exhaust gas n | (vehicle: gases) | καυσαέρια ουσ ουδ πλ |
| The exhaust from the car in front was so smelly, Linda had to close her car windows. |
| Τα καυσαέρια απ' το αυτοκίνητο που προπορεύονταν βρομούσαν τόσο που η Λίντα αναγκάστηκε να κλείσει τα παράθυρα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: