exhausting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪgˈzɔːstɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ig zôsting)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: exhausting, exhaust

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
exhausting adj (tiring) (κοπιώδης)εξαντλητικός, κοπιαστικός, κουραστικός επίθ
 The trial was exhausting for judge and jury alike.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
exhaust [sb] vtr (person: tire)εξαντλώ ρ μ
 The exercise class exhausted Rachel.
 Το μάθημα γυμναστικής εξάντλησε τη Ρέιτσελ.
exhaust [sth] vtr (resources: use up)εξαντλώ ρ μ
 The group had exhausted their supply of firewood and everyone was getting cold.
 Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν.
exhaust [sth] vtr (come to the end of)εξαντλώ ρ μ
 The two men had exhausted all topics of conversation, so they sat in silence.
 Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί.
exhaust n (vehicle: outlet pipe)εξάτμιση ουσ θηλ
 Harry's car needs a new exhaust, so he's taking it to the garage.
 Το αυτοκίνητο του Χάρυ χρειάζεται νέα εξάτμιση, γι' αυτό το πηγαίνει στο συνεργείο.
exhaust,
exhaust gas
n
(vehicle: gases)καυσαέρια ουσ ουδ πλ
 The exhaust from the car in front was so smelly, Linda had to close her car windows.
 Τα καυσαέρια απ' το αυτοκίνητο που προπορεύονταν βρομούσαν τόσο που η Λίντα αναγκάστηκε να κλείσει τα παράθυρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
exhaust | exhausting
ΑγγλικάΕλληνικά
exhaust fan (mechanics)ανεμιστήρας απαγωγής φρ ως ουσ αρσ
exhaust fumes npl (gases from a vehicle engine)καυσαέρια ουσ ουδ πλ
 Exhaust fumes contain chemicals that are harmful to human health.
exhaust pipe n (vehicle's gas outlet)σωλήνας εξάτμισης ουσ αρσ
 Did you know your exhaust pipe's fallen off?
exhaust system (mechanics)σύστημα εξάτμισης φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'exhausting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση exhausting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «exhausting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!