• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ex- prefix (former)πρώην επίθ άκλ
  (επίσημο)τέως επίθ άκλ
 Julie and her ex-partner share custody of their two children.
 Maggie is an ex-teacher.
ex n abbr, informal (ex-husband) (σύζυγος, καθομιλουμένη)πρώην ουσ αρσ
 Her ex has asked if he can move back in.
ex n abbr, informal (ex-wife) (σύζυγος, καθομιλουμένη)πρώην ουσ θηλ
 His ex has just gotten married to a military guy.
ex n abbr, informal (ex-boyfriend) (εραστής, καθομιλουμένη)πρώην ουσ αρσ
 I had lunch with my ex yesterday.
ex n abbr, informal (ex-girlfriend) (ερωμένη, καθομιλουμένη)πρώην ουσ θηλ
 My ex still has a bunch of my books and clothes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
ex ante,
ex-ante
adv
(based on prediction)εκ των προτέρων φρ ως επίρ
 The numbers presented were calculated ex ante, so they may not be accurate.
ex gratia,
ex-gratia
adj
Latin (done out of moral obligation)χαριστικός επίθ
ex-works adj UK (direct from factory)από το εργοστάσιο περίφρ
  εργοστασιακός επίθ
  του εργοστασίου περίφρ
ex-works adv UK (directly from factory)απευθείας από το εργοστάσιο περίφρ
  (επίσημο)εκ του εργοστασίου περίφρ
ex-boyfriend n (male: former partner)πρώην επίθ ως ουσ
  πρώην σύντροφος επίθ + ουσ αρσ
  (αργκό)πρώην γκόμενος επίθ + ουσ αρσ
Σχόλιο: Χρησιμοποιείται με άρθρο για αρσενικό και θηλυκό: ο πρώην μου, η πρώην μου
ex-con n informal, abbreviation (ex-convict)πρώην κατάδικος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
ex-convict n (former jail inmate)πρώην κατάδικος επίθ + ουσ αρσ
ex-directory adj (phone number: not listed publicly)που δεν περιλαμβάνεται στον τηλεφωνικό κατάλογο περίφρ
  εκτός καταλόγου φρ ως επίθ
  (κατ' επέκταση)απόρρητος επίθ
ex-girlfriend n (former girlfriend)πρώην κοπέλα φρ ως ουσ θηλ
  πρώην επίρ ως ουσ θηλ άκλ
ex-husband n (man: former spouse)ο πρώην σύζυγος φρ ως ουσ αρσ
  ο πρώην ουσ αρσ
ex-president,
former president
n
(person: formerly the president of [sth])πρώην πρόεδρος φρ ως ουσ αρσ/θηλ
ex-serviceman n (man formerly in the military)απόστρατος στρατιωτικός επίθ + ουσ αρσ
ex-servicewoman n (female formerly in the military)πρώην στρατιωτικός φρ ως ουσ θηλ
  απόστρατη ουσ θηλ
ex-smoker n (former smoker)πρώην καπνιστής, πρώην καπνίστρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
ex-wife n (woman: former spouse)πρώην γυναίκα, πρώην σύζυγος ουσ θηλ
 I still love my ex-wife.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ex-' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ex- στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ex-».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!