• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: emasculated, emasculate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
emasculated adj literal (castrated, genitals removed)ευνουχισμένος μτχ πρκ
 Emasculated young men were employed by the Chinese imperial court.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
emasculated adj figurative (deprived of power)αποδυναμωμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)ευνουχισμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
emasculate [sb] vtr figurative (deprive of masculinity) (μεταφορικά)αποδυναμώνω ρ μ
 Rick's wife constantly criticizes and emasculates him.
emasculate [sth] vtr figurative (reduce effectiveness of: [sth])αποδυναμώνω ρ μ
 Local politics often turns into a popularity contest, which emasculates the real issues.
emasculate [sb] vtr literal (castrate, remove [sb]'s genitals)ευνουχίζω ρ μ
 As punishment for his heinous crime, the criminal was emasculated.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'emasculated' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση emasculated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «emasculated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!