eligibility

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɛlɪdʒɪˈbɪlɪti/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
eligibility n (entitlement to [sth])δικαίωμα συμμετοχής φρ ως ουσ ουδ
  αν πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, αν δικαιούμαι κτ περίφρ
  καταλληλότητα ουσ θηλ
  (επίσημο, σπάνιο)επιλεξιμότητα ουσ θηλ
Σχόλιο: Αν και η ακριβής μετάφραση της λέξης υπάρχει (επιλεξιμότητα), συνήθως προτιμάται μια περιφραστική απόδοση ανάλογα με την περίπτωση.
 If you want to claim these benefits, you need to fill out these forms so we can check your eligibility.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'eligibility' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the eligibility [criteria, guidelines, requirements], [meets, satisfies, passes, fulfills] the eligibility criteria, the eligibility of [candidates, applicants, patients], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση eligibility στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «eligibility».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!