drowning

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdraʊnɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: drowning, drown

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
drowning adj (dying by submersion)που πνίγεται περίφρ
 Nobody went to the drowning man's rescue because they thought he was waving.
 Κανείς δεν πήγε να σώσει τον άντρα που πνίγονταν γιατί νόμιζαν ότι απλώς χαιρετούσε.
drowning n (death by submersion)πνιγμός ουσ αρσ
  πνίξιμο ουσ ουδ
 No one witnessed the drowning, which police say was an accident.
 Κανείς δεν είδε τον πνιγμό, για τον οποίο η αστυνομία λέει πως ήταν ατύχημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
drown vi (die in water)πνίγομαι ρ αμ
 The swimmer got into difficulties and drowned before anyone could help him.
 Ο κολυμβητής βρέθηκε σε δύσκολη θέση και πνίγηκε πριν μπορέσει κανείς να τον βοηθήσει.
drown [sb] vtr (kill with water)πνίγω ρ μ
 The serial killer drowned his victims.
 Ο κατά συρροήν δολοφόνος έπνιγε τα θύματά του.
drown [sth] vtr (immerse) (μεταφορικά)πνίγω ρ μ
 The flood drowned the crops.
 Η πλημμύρα έπνιξε τις καλλιέργειες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
drown,
drown in [sth]
vi + prep
figurative (be overwhelmed) (μεταφορικά: σε κάτι)πνίγομαι ρ αμ
  (μεταφορικά: σε κάτι)είμαι πνιγμένος ρ έκφρ
 I'm drowning in work; I can't cope!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
drown | drowning
ΑγγλικάΕλληνικά
drown [sth/sb] out vtr phrasal sep (be louder than) (μεταφορικά: ήχος)πνίγω ρ μ
 The helicopter drowned out the screaming of the people below.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
drown | drowning
ΑγγλικάΕλληνικά
drown your sorrows v expr figurative (drink to forget) (μεταφορικά, καθομ)πνίγω τον πόνο μου, πνίγω τον καημό μου έκφρ
  πίνω να πάνε κάτω τα φαρμάκια έκφρ
 Sally was in the bar drowning her sorrows after a bad day at work.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'drowning' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: drownings have been a problem at the [beach, pool], save a drowning [child, swimmer], to avoid drownings, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση drowning στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «drowning».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!