WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| drawback n | (disadvantage) | μειονέκτημα ουσ ουδ |
| | | κακό, αρνητικό επίθ ως ουσ ουδ |
| | The only drawback of going to Paris at this time of year is that there will be long queues for all the tourist attractions. |
| | Το μόνο μειονέκτημα του να πας στο Παρίσι αυτή την εποχή, είναι οι μεγάλες ουρές που θα υπάρχουν σε όλους τους τουριστικούς προορισμούς. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| drawback n | (tax refund) (ανάλογα το είδος) | επιστροφή δασμών φρ ως ουσ θηλ |
| | | επιστροφή φόρου φρ ως ουσ θηλ |
| | The company waited eagerly to receive its duty drawback. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| draw back vi phrasal | (flinch) | κάνω πίσω περίφρ |
| Σχόλιο: The single-word form is used when the term is a noun |
| | She drew back sharply when the dog barked at her. |
| | Έκανε πίσω απότομα όταν της γάβγισε το σκυλί. |
| draw back from [sth/sb] v expr | (retreat) | απομακρύνομαι από κτ/κπ ρ αμ + πρόθ |
| | (ανεπίσημο) | αποτραβιέμαι από κτ/κπ ρ αμ + πρόθ |
| | He ordered his troops to draw back from the border. |
| | Διέταξε τα στρατεύματά του να αποτραβηχτούν από τα σύνορα. |
| draw [sth] back vtr + prep | (pull away, apart) | τραβάω ρ μ |
| | (κουρτίνες) | ανοίγω ρ μ |
| | When I drew back the curtains, sunlight flooded in. |
| | Όταν τράβηξα τις κουρτίνες, το φως του ηλίου πλημμύρισε τον χώρο. |