• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
doorstop n (wedge for holding door open)σφήνα ουσ θηλ
  στοπ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: στοπ: ξενικό, άκλιτο
 A doorstop is used to maintain a door in its open position.
 Για να μείνει ανοιχτή η πόρτα χρησιμοποιούμε μία σφήνα (or: ένα στοπ).
doorstop n (object to stop door hitting wall)στοπ ουσ ουδ άκλ
  προστατευτικό επίθ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση doorstop στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «doorstop».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!