• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: domiciled, domicile
Ο όρος 'domiciled' παραπέμπει στον όρο 'domicile'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'domiciled' is cross-referenced with 'domicile'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
domiciled adj (living in a place)κάτοικος ουσ αρσ/θηλ
  που διαμένει, που κατοικεί περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The tax laws apply to all domiciled residents of the state.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
domicile n formal (home)κατοικία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σπίτι ουσ ουδ
 The millionaire hired a famous designer to draw up plans for his new domicile.
domicile n (law: abode, residence)κατοικία ουσ θηλ
  τόπος διαμονής φρ ως ουσ αρσ
 When you enter the country, you have to state your domicile.
be domiciled vi (live, reside)κατοικώ, διαμένω ρ αμ
 The suspect is domiciled in Germany.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση domiciled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «domiciled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!