WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| domain n | (limit of power) | δικαιοδοσία, αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| | | πλαίσιο αρμοδιοτήτων φρ ως ουσ ουδ |
| | Changes to the law are not within the domain of the court. |
| | Οι αλλαγές στη νομοθεσία δεν είναι στις αρμοδιότητες του δικαστηρίου. |
| domain n | (area of interest) | τομέας, κλάδος ουσ αρσ |
| | The researcher works within the domain of French existentialism. |
| | Ο ερευνητής εργάζεται στον τομέα του Γαλλικού υπαρξισμού. |
| domain n | (Internet) | domain ουσ ουδ άκλ |
| | | τομέας ουσ αρσ |
| | This domain has already been bought. |
| | Το domain αυτό έχει ήδη αγοραστεί. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| domain n | (territory ruled) | ιδιοκτησία, κτήση, κυριότητα ουσ θηλ |
| | (κράτος) | επικράτεια ουσ θηλ |
| | This whole country is the Queen's domain. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: