• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disgustedly adv (with physical repulsion)αποκρουστικά επίρ
  αηδιαστικά επίρ
  με αηδία φρ ως επίρ
  αηδιασμένα επίρ
 Jake put the sweet in his mouth and grimaced disgustedly when he tasted liquorice.
 Ο Τζέικ έβαλε το γλυκό στο στόμα του και μόρφασε με αηδία όταν γεύτηκε τη γλυκόριζα.
 Ο Τζέικ έβαλε το γλυκό στο στόμα του και μόρφασε αηδιασμένα όταν γεύτηκε τη γλυκόριζα.
disgustedly adv figurative (with moral disgust)απηυδισμένος μτχ πρκ
  με αποστροφή φρ ως επίρ
 Residents complained disgustedly to the council about the town's growing problem with antisocial behaviour.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disgustedly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disgustedly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!