• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: disentangled, disentangle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disentangled adj (separated from [sth])αποκομμένος μτχ πρκ
  αποστασιοποιημένος μτχ πρκ
  που έχει απεμπλακεί περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disentangle [sth] vtr (untangle)ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω ρ μ
 Fred always struggles to disentangle his headphone cords.
disentangle [sth] vtr (extricate: [sth])ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω ρ μ
  απελευθερώνω ρ μ
 Karen couldn't disentangle the gum from her hair.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
disentangle | disentangled
ΑγγλικάΕλληνικά
disentangle yourself from [sth/sb] vtr + refl figurative (end involvement in [sth](μεταφορικά, ανεπίσημο)ξεμπερδεύω με κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά, ανεπίσημο)ξεμπλέκω από κτ ρ αμ + πρόθ
  απεμπλέκομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 Alan was unable to disentangle himself from his family's problems.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'disentangled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disentangled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disentangled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!