WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| dine-in adj | US (eaten at restaurant) (εστιατόριο) | με τραπέζια περίφρ |
| | | με σάλα για φαγητό, με αίθουσα για φαγητό περίφρ |
| | (πελάτης) | που τρώει στο εστιατόριο περίφρ |
| | (φαγητό) | που καταναλώνεται στο εστιατόριο περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
| dine in vi phrasal | (eat at home) | τρώω στο σπίτι περίφρ |
| | | τρώω βραδινό στο σπίτι περίφρ |
| | | τρώω μέσα ρ αμ + επίρ |
| dine in vi phrasal | (eat inside restaurant) (όχι πακέτο) | τρώω σε εστιατόριο περίφρ |