Κύριες μεταφράσεις |
determine [sth]⇒ vtr | (outcome: decide) | καθορίζω ρ μ |
| This round will determine which contestants go through to the final. |
| Ο γύρος αυτός θα καθορίσει ποιοι διαγωνιζόμενοι θα περάσουν στον τελικό. |
determine to do [sth] v expr | (resolve to do) | αποφασίζω να κάνω κτ περίφρ |
| It was then that Julia determined to swim the English Channel. |
| Τότε ήταν που η Τζούλια αποφάσισε να διασχίσει τη Μάγχη κολυμπώντας. |
determine, determine that vtr | (with clause: resolve) (ότι/πως) | αποφασίζω ρ μ |
| (ότι/πως) | παίρνω την απόφαση περίφρ |
| Charlie determined that he would do everything in his power to raise money for the charity. |
| Ο Τσάρλι αποφάσισε πως θα έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του για να συγκεντρώσει χρήματα για τη φιλανθρωπική οργάνωση. |
determine [sth]⇒ vtr | (ascertain, calculate) | καθορίζω, προσδιορίζω ρ μ |
| How do you determine the value of an artwork? |
| Πως καθορίζεις (or: προσδιορίζεις) την αξία ενός έργου τέχνης; |
determine whether/what/why/who vtr | (facts: ascertain) | προσδιορίζω ρ μ |
| | διαπιστώνω ρ μ |
| | εξακριβώνω ρ μ |
| "We must determine what exactly happened that night," said Inspector Brown. |
| «Πρέπει να προσδιορίσουμε τι ακριβώς έγινε εκείνη τη νύχτα» είπε ο επιθεωρητής Μπράουν. |
determine [sth]⇒ vtr | (decide upon, define) | καθορίζω, ορίζω ρ μ |
| The club determines the rules by which it expects its members to adhere. |
| Ο σύλλογος καθορίζει (or: ορίζει) τους κανόνες, τους οποίους περιμένει να εφαρμόζουν τα μέλη του. |
determine [sth] vtr | (control) | καθορίζω, ελέγχω, ρυθμίζω ρ μ |
| Demand usually determines supply. |
| Η ζήτηση συνήθως καθορίζει την προσφορά. |