definitively

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈfɪnɪtɪvli/

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
definitively adv (with finality, definitely)σαφώς, βεβαίως επίρ
  με βεβαιότητα, με απόλυτη βεβαιότητα φρ ως επίρ
  κατά τρόπο αναμφισβήτητο φρ ως επίρ
Σχόλιο: τροπικό επίρρημα
 It isn't known definitively whether the prince will attend.
definitively adv (authoritatively)σαφώς, βεβαίως επίρ
  κατά τρόπο αναμφισβήτητο έκφρ
 His book definitively connected the disease with diet.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'definitively' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση definitively στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «definitively».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!