• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
defilement n (ruining of [sth]'s appearance) (μεταφορικά)μόλυνση ουσ θηλ
  μίανση, βεβήλωση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μαγάρισμα ουσ ουδ
  (για ηθική)διαφθορά ουσ θηλ
defilement n (desecretion of [sth] sacred)βεβήλωση ουσ θηλ
defilement n (sullying of [sb]'s name)βεβήλωση ουσ θηλ
defilement n archaic (violation of chastity)βιασμός ουσ αρσ
 The man was sentenced to the pillory for his defilement of the young woman.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση defilement στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «defilement».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!