• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: daydreaming, daydream

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
daydreaming n (indulging in reverie)ονειροπόληση ουσ θηλ
 Daydreaming is my only escape from this dreary office job.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
daydream n (reverie)ονειροπόληση ουσ θηλ
  ονειροπόλημα ουσ ουδ
 I was caught in a daydream when the phone rang.
daydream vi (indulge in reverie)ονειροπολώ ρ αμ
 Were you thinking or just daydreaming?
daydream about [sth/sb] vi + prep (fantasize about)ονειρεύομαι ρ αμ
  φαντασιώνομαι ρ αμ
 I frequently daydream about living in a warmer climate.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'daydreaming' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση daydreaming στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «daydreaming».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!