cumulative

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkjuːmjʊlətɪv/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈkjumjələtɪv, -ˌleɪtɪv/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kyo̅o̅myə lə tiv, -lā′tiv)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cumulative adj (adding up)αθροιστικός επίθ
  συσσωρευτικός επίθ
  σωρευτικός επίθ
 The bad weather has had a cumulative, damaging effect on the crops.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cumulative FDI n abbreviation (total of foreign direct investment) (οικονομία: άμεση ξένη επένδυση)σωρευτική ΑΞΕ περίφρ
noncumulative,
non-cumulative
adj
(not cumulative) (πληροφορική)μη αθροιστικός περίφρ
  (νομική, οικονομικά)μη σωρευτικός περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cumulative' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: has a cumulative [effect, impact] on, can have a cumulative [effect] (on), the cumulative [effects, impact] of, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cumulative στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cumulative».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!