counseling

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kounsə ling)

From the verb counsel: (⇒ conjugate)
counseling is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p (US)
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: counseling, counsel

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
counseling (US),
counselling (UK)
n
(talk therapy)συμβουλευτική ουσ θηλ
 Harold's doctor recommended counseling for his anger and depression.
counseling (US),
counselling (UK)
n
(advice service)συμβουλευτική υπηρεσία επίθ + ουσ θηλ
 The school offered counseling for resume preparation and job searches.
counseling (US),
counselling (UK)
adj
(relating to talk therapy)ψυχοθεραπευτικός επίθ
  συμβουλευτικός επίθ
 Nancy had a counseling session every week to help her deal with her grief.
counseling (US),
counselling (UK)
adj
(service: giving advice)συμβουλευτικός επίθ
 The school offers counseling services for college applicants.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
counsel n (lawyer)δικηγόρος ουσ αρσ/θηλ
  (υπεράσπισης)συνήγορος ουσ αρσ/θηλ
 The counsel for the defense rose to speak to the judge.
 Ο δικηγόρος της υπεράσπισης σηκώθηκε να μιλήσει στον δικαστή.
counsel n uncountable (advice) (συχνά πληθυντικός)συμβουλή ουσ θηλ
 The princess ignored the wizard's wise counsel and opened the box.
 Η πριγκίπισσα αγνόησε τη σοφή συμβουλή του μάγου και άνοιξε το κουτί.
counsel [sb] vtr (treat with talk therapy)παρέχω συμβουλευτική σε κπ, παρέχω συμβουλευτική υποστήριξη σε κπ έκφρ
 Trained professionals were available to counsel victims of the tragedy.
 My sister counsels children who are having difficulty in school.
 Εκπαιδευμένοι επαγγελματίες ήταν διαθέσιμοι για να παράσχουν συμβουλευτική υποστήριξη στα θύματα της τραγωδίας. // Η αδελφή μου παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη σε παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο σχολείο.
counsel [sb] vtr (advise)συμβουλεύω ρ μ
  (σε κπ)δίνω συμβουλές, παρέχω συμβουλές περίφρ
 Mrs. Shannon counseled her students on how to get into art school.
 Η κα. Σάνον έδωσε συμβουλές στους μαθητές της για να περάσουν στη σχολή καλών τεχνών.
counsel [sth] vtr formal (advise doing) (σε κπ να κάνει κτ)συμβουλεύω ρ μ
  (κάτι)συνιστώ ρ μ
 The philosopher counseled acceptance of suffering.
 Ο φιλόσοφος συνέστησε την αποδοχή του πόνου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
counseling | counsel
ΑγγλικάΕλληνικά
counseling psychology (US),
counselling psychology (UK)
n
(study of therapy, psychoanalysis)συμβουλευτική ψυχολογία επίθ + ουσ θηλ
 Mia is studying counseling psychology because she wants to be therapist.
counseling service (US),
counselling service (UK)
n
(service offering talk therapy) (ψυχολογία)συμβουλευτική υπηρεσία φρ ως ουσ θηλ
counseling service (US),
counselling service (UK)
n
(service offering guidance) (παροχή συμβουλών γενικότερα)συμβουλευτική υπηρεσία φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'counseling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση counseling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «counseling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!