Σε αυτή τη σελίδα: coopted, coopt

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
coopted,
also UK: co-opted
adj
(taken in as a member)εκλεγμένος μτχ πρκ
 Gina is a co-opted member of the committee.
coopted,
also UK: co-opted
adj
(appropriated, seized)κατασχεμένος μτχ πρκ
  αρπαχθείς μτχ πρκ
 The co-opted property will be returned to its rightful owners.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
coopt [sth],
co-opt [sth]
vtr
(appropriate)υιοθετώ ρ μ
  οικειοποιούμαι ρ μ
coopt [sb],
co-opt [sb]
vtr
(take in as a member)ψηφίζω κπ για μέλος έκφρ
  διορίζω κπ με εκλογή έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση coopted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «coopted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!