• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: contracted, contract

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
contracted adj (muscle, etc.: drawn together)σφιγμένος μτχ πρκ
  συσταλμένος μτχ πρκ
  που έχει κάνει σύσπαση περίφρ
 When the bicep is contracted, the tricep is relaxed.
contracted adj (made smaller)συσταλμένος μτχ πρκ
  που έχει συσταλεί περίφρ
contracted adj (condensed)συνοπτικός επίθ
contracted adj (mind, view: narrow)στενο- α' συνθετικό
  στενός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
contract n (legal agreement)συμβόλαιο ουσ ουδ
  σύμβαση ουσ θηλ
  συμφωνητικό ουσ ουδ
 The company has a contract with the supplier.
 The football player signed a contract.
 Η εταιρεία έχει συμβόλαιο με τον προμηθευτή. // Ο ποδοσφαιριστής υπέγραψε συμβόλαιο.
contract vi (make an agreement) (κάνω συμφωνία)συμβάλλομαι ρ αμ
  υπογράφω συμβόλαιο ρ μ
  (για γάμο)συνάπτω ρ μ
 He contracted with the company to provide services.
 Συμβλήθηκε με την εταιρία για να παράσχει υπηρεσίες.
contract [sth] vtr (get a disease) (από ασθένεια)προσβάλλομαι, μολύνομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)κολλάω ρ αμ
 He contracted malaria in Africa.
 Προσβλήθηκε (or: Μολύνθηκε) από ελονοσία στην Αφρική.
 Κόλλησε ελονοσία στην Αφρική.
contract vi (shrink)συστέλλομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)μπαίνω, μαζεύω ρ αμ
 Wood contracts as it dries.
 Το ξύλο συστέλλεται καθώς στεγνώνει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
contract n as adj (under legal agreement) (επαγγελματίας)ελεύθερος, ανεξάρτητος επίθ
  με σύμβαση περίφρ
 The contract worker will find another job.
contract vi (muscle: tighten)συσπώμαι ρ μ
  κάνω σύσπαση περίφρ
 Her muscles contracted as she lifted the box.
contract [sth] vtr (tighten [sth])σφίγγω ρ μ
  (επίσημο)συσπώ ρ μ
 Contract the muscles in your leg when you do this stretch.
 Σφίξε τους μύες των ποδιών σου όταν κάνεις αυτό το τέντωμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
contract | contracted
ΑγγλικάΕλληνικά
contract [sth] out vtr phrasal sep (outsource)χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες περίφρ
contract [sth] out to [sb] vtr phrasal sep (outsource)αναθέτω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
contract out vi phrasal (outsource)χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
contract | contracted
ΑγγλικάΕλληνικά
according to the contract expr (by the terms of the contract)σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου επίρ
 According to the contract you may take three days of bereavement leave for your uncle's funeral, but only one for your nephew's.
breach of contract n (breaking agreed terms)αθέτηση συμβολαίου φρ ως ουσ θηλ
  παράβαση των όρων της σύμβασης φρ ως ουσ θηλ
 If there's a breach of contract by your employer, you may be entitled to monetary compensation.
contract bridge n (card game) (χαρτοπαίγνιο)μπριτζ ουσ ουδ
 Contract bridge is even more complicated than regular bridge.
contract enforcement n (lawsuit: grievance procedure)αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασης φρ ως ουσ θηλ
  συμμόρφωση με συμφωνία, συμμόρφωση με σύμβαση φρ ως ουσ θηλ
  αναγκαστική τήρηση συμφωνίας, αναγκαστική τήρηση σύμβασης φρ ως ουσ θηλ
 In the US state laws govern the rules for contract enforcement.
contract enforcement n (ways of ensuring a contract is kept)μέθοδος εφαρμογής σύμβασης περίφρ
contract negotiations npl (for a formal agreement)διαπραγματεύσεις για σύμβαση περίφρ
contract not to compete n (law: anti-competition agreement)σύμβαση περί µη ανταγωνισµού φρ ως ουσ θηλ
contract not to compete v expr (law: prohibit rivalry)υπογράφω σύμβαση περί µη ανταγωνισµού περίφρ
contract worker n (non-regular employee)συμβασιούχος υπάλληλος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
contract worker n ([sb] working for a third party)συμβασιούχος υπάλληλος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
employment contract n (contract about a job)συμβόλαιο εργασίας ουσ ουδ
  σύμβαση εργασίας ουσ θηλ
internship contract n (work experience agreement)σύμβαση πρακτικής άσκησης περίφρ
  σύμβαση μαθητείας περίφρ
labor contract (US),
labour contract (UK)
n
(employment agreement)συμβόλαιο εργασίας φρ ως ουσ ουδ
  σύμβαση εργασίας φρ ως ουσ θηλ
  (πιο απλά)συμβόλαιο ουσ ουδ
  (πιο απλά)σύμβαση ουσ θηλ
 The teachers are hoping to negotiate a more equitable labor contract this year.
legal contract n (written agreement binding by law)συμβόλαιο ουσ ουδ
 The two companies signed a legal contract to regulate their partnership.
marriage contract n (prenuptial agreement)προγαμιαίο συμβόλαιο επίθ + ουσ ουδ
 He insisted his future wife sign a marriage contract to protect his family's wealth.
recording contract n (deal to record for a music label)δισκογραφικό συμβόλαιο φρ ως ουσ ουδ
social contract n (philosophy: formation of society)κοινωνικό συμβόλαιο επίθ + ουσ ουδ
social contract n (sociology: mutual benefit)κοινωνικό συμβόλαιο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'contracted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση contracted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «contracted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!