• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: apprenticed, apprentice

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
apprenticed adj (contracted as apprentice)μαθητευόμενος μτχ ενεστ
 The apprenticed clerks were working feverishly.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
apprentice n (trainee, learner)μαθητευόμενος, ασκούμενος μτχ ενεστ
 My plumber's taken on an apprentice to learn the trade.
 Ο υδραυλικός μου πήρε έναν μαθητευόμενο για να μάθει την τέχνη.
apprentice n as adj (trainee, learning)μαθητευόμενος μτχ ενεστ
 Jon is an apprentice carpenter, learning to make wooden furniture.
 Ο Τζον είναι μαθητευόμενος ξυλουργός που μαθαίνει να φτιάχνει ξύλινα έπιπλα.
apprentice vi US (be an apprentice)μαθητεύω ρ αμ
 She apprenticed to one of the country's greatest potters.
 Μαθήτευσε δίπλα σε ένα από τους πιο σημαντικούς αγγειοπλάστες της χώρας.
apprentice [sb] to [sth/sb] vtr + prep (place with employer)μπαίνω μαθητευόμενος σε κτ, με βάζουν μαθητευόμενο σε κτ περίφρ
  (πιο γενικά)εκπαιδεύω κπ σε κτ περίφρ
  μαθαίνω σε κπ τη δουλειά σε κτ περίφρ
  μαθαίνω σε κπ τη δουλειά με κπ περίφρ
 Several boys in the family were apprenticed to the factory.
 Αρκετά από τα αγόρια της οικογένειας μπήκαν μαθητευόμενα στο εργοστάσιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση apprenticed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «apprenticed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!