• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
congestive adj (involving congestion)συμφορητικός επίθ
  (ιατρική)υπαιρεμικός, συμφορητικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
congestive heart failure (disease)συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια επίθ + επίθ + ουσ θηλ
heart failure,
congestive heart failure
n
(cardiac condition)καρδιακή ανεπάρκεια επίθ + ουσ θηλ
 He died of heart failure at the young age of 32.
 Because he was heavy, he was at risk for heart failure.
 Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια μόλις στα 32 του χρόνια. // Επειδή ήταν παχύς, κινδύνευε να πάθει καρδιακή ανεπάρκεια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση congestive στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «congestive».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!