congestion

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈdʒɛstʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kənˈdʒɛstʃən/ ,USA pronunciation: respelling(kən jeschən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
congestion n (traffic: overcrowding)κυκλοφοριακή συμφόρηση επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κίνηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μποτιλιάρισμα ουσ ουδ
 We got tired of the congestion and moved to the country.
 Βαρεθήκαμε την κυκλοφοριακή συμφόρηση και μετακομίσαμε στην επαρχία.
 Βαρεθήκαμε την κίνηση και μετακομίσαμε στην επαρχία.
congestion n (medicine: clogging)συμφόρηση ουσ θηλ
 Nasal congestion often follows a cold.
 Η ρινική συμφόρηση συχνά έρχεται μετά από κρύωμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
relieve congestion in [sth] v expr (improve traffic flow in)μειώνω την κυκλοφοριακή συμφόρηση έκφρ
  μειώνω την κίνηση έκφρ
 The town planners are building a bypass to try to relieve congestion in the city.
relieve congestion in [sth] v expr (lungs: clear)αποσυμφορώ ρ μ
relieve traffic congestion v expr (improve the flow of vehicles)εκτονώνω την κυκλοφοριακή συμφόρηση περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'congestion' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση congestion στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «congestion».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!