WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
come from [sth] vi + prep | (be born or raised in) | κατάγομαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| | είμαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| She comes from India. |
| He comes from a very poor part of the country. |
| Κατάγεται από την Ινδία. //Κατάγεται από ένα πολύ φτωχό μέρος της χώρας. |
come from [sth] vi + prep | (have as its source) (έχω ως πηγή) | προέρχομαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| (μεταφορικά) | πηγάζω από κτ ρ αμ + πρόθ |
| Three-quarters of our daily water supply comes from lakes, rivers, and streams. |
| Τα τρία τέταρτα της ημερήσιας προμήθειάς μας σε νερό προέρχονται από λίμνες, ποτάμια και ρυάκια. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: