• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
come from [sth] vi + prep (be born or raised in)κατάγομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  είμαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 She comes from India.
 He comes from a very poor part of the country.
 Κατάγεται από την Ινδία. //Κατάγεται από ένα πολύ φτωχό μέρος της χώρας.
come from [sth] vi + prep (have as its source) (έχω ως πηγή)προέρχομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά)πηγάζω από κτ ρ αμ + πρόθ
 Three-quarters of our daily water supply comes from lakes, rivers, and streams.
 Τα τρία τέταρτα της ημερήσιας προμήθειάς μας σε νερό προέρχονται από λίμνες, ποτάμια και ρυάκια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
come from behind v expr (sports: win from a lagging position)κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ περίφρ
  κάνω την ανατροπή και κερδίζω περίφρ
 He overtook the leader in the last lap to come from behind to win.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'come from' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση come from στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «come from».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!