co-worker

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkəʊwɜːrr/

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
co-worker,
also US: coworker
n
(colleague)συνάδελφος ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη)συναδέλφισσα ουσ θηλ
  συνεργάτης, συνεργάτιδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (λόγιο)συνεργάτις ουσ θηλ
 Karen and Betsy are not only coworkers, but also friends.
co-worker,
coworker
n
(colleague)συνεργάτης, συνεργάτιδα ουσ αρσ/θηλ
  συνάδελφος ουσ αρσ/θηλ
  (λόγιος)συνεργάτις ουσ θηλ
  (καθομ, ανεπίσημο)συναδέλφισσα, συνεργάτρια, συνεργάτισσα ουσ θηλ
 Sally and a co-worker were discussing a problem at the office water cooler.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'co-worker' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση co-worker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «co-worker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!