• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: cinders, cinder

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cinders npl (ashes)στάχτη ουσ θηλ
  (παλαιό)τέφρα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cinder n (piece of burnt coal, wood, etc)αποκαΐδι ουσ ουδ
  μισοσβησμένο κάρβουνο επίθ + ουσ ουδ
 The cinders were still glowing red in the fireplace after several hours.
cinder [sth] vtr (spread cinders on)σκορπίζω στάχτη σε κτ περίφρ
 In winter the town cinders the icy roads to make them less slippery.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
cinder | cinders
ΑγγλικάΕλληνικά
cinder block (US),
breeze block (UK)
n
(breeze block)τσιμεντόλιθος ουσ αρσ
 Cinder blocks are the norm in tropical areas where termites and storms cause major problems for wood construction.
cinder block,
cinder toffee
n
(confection: honeycomb)είδος γλυκίσματος με καραμέλα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The taste of cinder block takes me back to my childhood.
cinder cone n (geology)κώνος σκωριών, κώνος ηφαιστειακών σκωριών φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cinders' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cinders στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cinders».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!