chick

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃɪk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/tʃɪk/ ,USA pronunciation: respelling(chik)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chick n (baby chicken)κλωσσόπουλο ουσ ουδ
  κοτοπουλάκι ουσ ουδ
 The preschoolers are raising chicks to learn about animals.
 Οι μαθητές του νηπιαγωγείου μεγαλώνουν κλωσσόπουλα για να μάθουν για τα ζώα.
chick n (baby bird of any kind)νεοσσός ουσ αρσ
 The robin fed her chicks a worm.
 Ο κοκκινολαίμης τάιζε ένα σκουλήκι στους νεοσσούς του.
chick n potentially offensive, informal (girl, young woman) (καθομ, ενίοτε προσβλητικό)γκόμενα ουσ θηλ
  τύπισσα ουσ θηλ
  (αργκό, μτφ, προσβλ: όμορφη)μανάρι ουσ ουδ
 That chick just asked me for my phone number!
 Αυτή η γκόμενα μου ζήτησε το τηλέφωνό μου!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
chick flick n slang (women's movie)ταινία που απευθύνεται σε γυναικείο κοινό
 If there's a new chick flick out, it's always my boyfriend who wants to see it, not me!
chick lit n informal, often pejorative (fiction for women) (αποδοκιμασίας)ταινία για γκόμενες φρ ως ουσ θηλ
chick magnet,
babe magnet
n
US, figurative, slang ([sth]: attracts women) (ανεπίσημο, αργκό)γκομενομαγνήτης ουσ αρσ
  (καθομ, μεταφορικά)που τραβά τις γυναίκες περίφρ
 His new sports car is a real chick magnet.
chick magnet,
babe magnet
n
US, figurative, slang (man: attracts women) (ανεπίσημο, αργκό)γκομενομαγνήτης ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)που αρέσει στις γυναίκες περίφρ
  (μεταφορικά)που τραβά τις γυναίκες περίφρ
chickpea,
chick pea
n
(edible pulse)ρεβίθι ουσ ουδ
 To make hummus from scratch, you'll need chickpeas.
chickpea,
chick pea
n as adj
(made with chickpeas)από ρεβίθι περίφρ
  ρεβιθο- α' συνθετικό
  (σπάνιο)ρεβιθένιος επίθ
 This chickpea daal is ideal served as a side dish with curry.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα φαλάφελ είναι σαν κεφτεδάκια από ρεβίθια.
cute chick n US, slang (girl, woman: attractive) (ΗΠΑ,αργκό)γκόμενα,κούκλα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: slang: are just chick [things, problems], slang: [is, watch] a chick flick, slang: [likes, enjoys] reading chick lit, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chick στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chick».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!