|
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
checkout, check-out n | (store: payment counter) (σε μαγαζί) | ταμείο ουσ ουδ |
| I think I left my wallet at the checkout. |
| Νομίζω πως άφησα το πορτοφόλι μου στο ταμείο. |
checkout, check-out n | uncountable (online: payment screen) (στο διαδίκτυο) | σελίδα πληρωμής φρ ως ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | ταμείο ουσ ουδ |
| Go to checkout and enter your credit card information. |
| Πήγαινε στη σελίδα πληρωμής και καταχώρησε τις πληροφορίες της πιστωτικής σου κάρτας. |
checkout, check-out n | uncountable (hotel: vacating room) (σε ξενοδοχείο) | τσεκ άουτ, checkout ουσ ουδ άκλ |
| | αναχώρηση, αποχώρηση ουσ θηλ |
| Be sure to examine your bill carefully on checkout. |
| Μην ξεχάσεις να εξετάσεις προσεκτικά το λογαριασμό σου κατά την αναχώρηση. |
checkout, check-out n | uncountable (hotel: vacating time) (σε ξενοδοχείο) | τσεκ άουτ, checkout ουσ ουδ άκλ |
| | αναχώρηση, αποχώρηση ουσ θηλ |
| Checkout is at 11am. |
| Το τσεκ άουτ είναι στις 11 πμ. |
checkout, check-out n as adj | (hotel: vacating room) | για αποχώρηση περίφρ |
| | για τσεκ άουτ περίφρ |
| Check-out time on the departure day is until 12:00 am. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
check [sth] out, check out [sth] vtr phrasal sep | informal (try to verify) | ελέγχω, εξετάζω ρ μ |
| (ανεπίσημο) | τσεκάρω ρ μ |
| The inspector checked out the suspect's alibi by questioning his friends. |
| Ο επιθεωρητής έλεγξε το άλλοθι του υπόπτου ανακρίνοντας τους φίλους του. |
check [sb/sth] out, check out [sb/sth] vtr phrasal sep | informal (investigate, examine) (καθομιλουμένη) | ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ έκφρ |
| When you're in New York, be sure to check out that camera store I told you about. |
| Όταν βρεθείς στη Νέα Υόρκη, μην ξεχάσεις να ρίξεις μια ματιά και στο κατάστημα φωτογραφικών ειδών που σου είπα. |
check [sth/sb] out, check out [sth/sb] vtr phrasal sep | slang (look at) (καθομιλουμένη) | τσεκάρω, κόβω ρ μ |
| (αργκό) | παίρνω μάτι έκφρ |
| Check out that guy in the top hat! |
| Τσέκαρε εκείνο τον τύπο με το ψηλό καπέλο! |
check [sth] out, check out [sth] vtr phrasal sep | (book, etc.: borrow from library) | δανείζομαι ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | παίρνω ρ μ |
| I checked out two books from the library last week and I've lost one of them. |
| Την περασμένη βδομάδα δανείστηκα δύο βιβλία από τη βιβλιοθήκη και έχασα το ένα από αυτά. |
check out vi phrasal | (hotel: sign out) | αφήνω το δωμάτιο περίφρ |
| (καθομ: τουρισμός) | κάνω τσεκ άουτ περίφρ |
| (επίσημο) | αναχωρώ, αποχωρώ ρ αμ |
| At this hotel, you must check out by 11:00 am or pay for another day. |
| Σε αυτό το ξενοδοχείο πρέπει να αναχωρήσετε στις 11:00 π.μ., διαφορετικά θα πληρώσετε για μια ακόμη μέρα. |
check out vi phrasal | slang (be verified) (καθομιλουμένη) | στέκω ρ αμ |
| | επιβεβαιώνομαι ρ αμ |
| His alibi checked out. |
| Το άλλοθί του έστεκε. |
| Το άλλοθί του επιβεβαιώθηκε. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
check out vi phrasal | figurative, slang, euphemism (die) (καθομιλουμένη) | βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια έκφρ |
| (μτφ: ευφημισμός) | φεύγω ρ αμ |
| | εγκαταλείπω τα εγκόσμια έκφρ |
| There were rumors that the crime boss had checked out some time ago. |
| Φήμες έλεγαν ότι ο άρχοντας του εγκλήματος βλέπει τα ραδίκια ανάποδα εδώ και λίγο καιρό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'checkout' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|