charitable

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃærɪtəbəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈtʃærɪtəbəl/ ,USA pronunciation: respelling(chari tə bəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
charitable adj (relating to charity)ως αγαθοεργεία, ως ελεημοσύνη περίφρ
  φιλανθρωπικός επίθ
  αγαθοεργός επίθ
 Charitable giving has increased significantly this year.
charitable adj (generous, giving)ευσπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος επίθ
  αγαθοεργός επίθ
  (καθομιλουμένη)πονόψυχος επίθ
  πονετικός επίθ
 She hasn't a charitable bone in her body.
charitable adj (lenient, tolerant)ανεκτικός επίθ
  επιεικής επίθ
 You have to be charitable with the very old and the very young.
 Πρέπει να είσαι ανεκτικός απέναντι στους πολύ ηλικιωμένους και τους πολύ νέους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
charitable trust (public trust)φιλανθρωπικό ίδρυμα επίθ + ουσ ουδ
  φιλανθρωπική οργάνωση, φιλανθρωπική κοινότητα επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'charitable' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση charitable στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «charitable».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!