ceaseless

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsiːsləs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsislɪs/ ,USA pronunciation: respelling(sēslis)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ceaseless adj (unending)συνεχής, ατελείωτος, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος επίθ
  (επίσημο)αδιάλειπτος επίθ
  (λόγιο)ατέρμονος, ατέρμων, ατέρμονας επίθ
 The neighbor's ceaseless music kept Steve up all night.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ceaseless' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ceaseless στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ceaseless».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!