catalyst

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkætəlɪst/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkætəlɪst/ ,USA pronunciation: respelling(katl ist)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
catalyst n (chemical substance)καταλύτης ουσ αρσ
catalyst n figurative (instigator) (μεταφορικά)καταλύτης ουσ αρσ
  καταλυτικός επίθ
 A diagnosis of high blood pressure was the catalyst for Jean to exercise more and eat healthier.
 Η διάγνωση της υψηλής καρδιακής πίεσης ήταν καταλυτική για την Τζιν ώστε να κάνει περισσότερη γυμναστική και να τρώει πιο υγιεινά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'catalyst' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a catalyst [converter, conductor, semiconductor], a catalyst [driver, router, switch], a [chemical, fuel] catalyst, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση catalyst στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «catalyst».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!