carpool

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɑːˌpuːl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkɑrˌpul/ ,USA pronunciation: respelling(kärpo̅o̅l′)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
carpool,
car pool
n
US (car-sharing arrangement)το να πηγαίνω με το ίδιο αυτοκίνητο για να μοιραστώ τα έξοδα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Mandy and her friends arranged a carpool for their weekly art class.
carpool,
car pool
n
US (group of car sharers)ομάδα που μετακινείται με το ίδιο αυτοκίνητο για να μειώσει τα έξοδα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 We added another driver to the carpool.
carpool,
car pool
n as adj
US (relating to a carpool)για άτομα που μοιράζονται ένα αυτοκίνητο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 This highway should have a carpool lane.
carpool vi US (participate in car-sharing arrangement)πάω με το ίδιο αυτοκίνητο περίφρ
 Do you want to carpool to the office since we live near each other?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'carpool' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση carpool στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «carpool».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!